επιζήτηση — η (AM ἐπιζήτησις) [επιζητώ] 1. αναζήτηση, έρευνα 2. επιδίωξη αρχ. επιθυμία για κάτι … Dictionary of Greek
επιζήτηση — η 1. επίμονη ζήτηση (έρευνα), αναζήτηση. 2. επιδίωξη, προσπάθεια, κυνήγημα, κυνηγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιζητήσηι — ἐπιζήτησις seeking fem dat sg (epic) ἐπιζητήσῃ , ἐπιζητέω seek after aor subj mid 2nd sg ἐπιζητήσῃ , ἐπιζητέω seek after aor subj act 3rd sg ἐπιζητήσῃ , ἐπιζητέω seek after fut ind mid 2nd sg ἐπιζητήσῃ , ἐπιζητέω seek after aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαινοθηρία — η επιζήτηση επαίνων … Dictionary of Greek
ερωτισμός — ο υπερβολική επιθυμία για ικανοποίηση τού γενετήσιου ενστίκτου και επιζήτηση αισθησιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erotism). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Α. Γ. Μαυρουκάκη στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
μέθοδος — η (ΑM μέθοδος) συστηματικός και προγραμματισμένος τρόπος πορείας για την επίλυση προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην πραγματοποίηση ενός σκοπού νεοελλ. 1. (φιλοσ.) σύστημα κανόνων ή αρχών έρευνας … Dictionary of Greek
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek
επιδίωξη — η επιζήτηση, επίμονη ζήτηση, διεκδίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)